αναξιόπιστος

αναξιόπιστος
-η, -ο (Μ ἀναξιόπιστος, -ον)
αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός
νεοελλ.
αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀξιόπιστος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναξιόπιστος — unworthy of credit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξιόπιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης: Η μαρτυρία του είχε κριθεί από το δικαστήριο αναξιόπιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναξιόπιστον — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem acc sg ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπιστότεροι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπίστοις — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιόπιστα — ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιόπιστοι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό …   Dictionary of Greek

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”